- δομέστικος
- Βυζαντινό εκκλησιαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη domesticus που σημαίνει υπηρέτης, θεράπων. Ο θρησκευτικός τίτλος δινόταν στους πρωτοψάλτες, στους επικεφαλής του δεξιού και του αριστερού χορού των ψαλτών και στους υπηρέτες του πατριαρχικού δικαίου. Οι δύο δ., ο ένας του δεξιού χορού και ο άλλος του αριστερού, ήταν υπεύθυνοι απέναντι στον πρωτοψάλτη και, όταν έψελναν, φορούσαν «λευκά καμίσια επάνω των ιματίων» ή «σφικτούρια». Στη στρατιωτική διοίκηση ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε για τους διοικητές των ταγμάτων της αυτοκρατορικής φρουράς, που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Τον τίτλο του δ. είχε και ο διοικητής του θέματος των Οπτιμάτων. Στην πολιτική διοίκηση το αξίωμα δινόταν στον σταβλάρχη του αυτοκράτορα, σε διάφορους αυλικούς και σε βασιλικούς συμβούλους ή σε ανώτερους αξιωματούχους της βασιλικής αυλής.
* * *ο (Μ δομέστικος, δομέστιγος, δεμέστιγος, δεμέστικος)1. οικονόμος, υπηρέτης2. εκκλησιαστικό οφίκιο τών επικεφαλής τού αριστερού και τού δεξιού χορού τών ψαλτών, τών θυρωρών τής πατριαρχικής κατοικίας κ.ά.μσν.1. αρχηγός, διοικητής2. μέλος τής αυτοκρατορικής φρουράς3. «μέγας δομέστικος» — αρχιστράτηγος4. «δομέστικος τῶν σχολῶν» — αρχιστράτηγος τών εκστρατειών στην Ανατολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. domesticus «οικείος»].
Dictionary of Greek. 2013.